πάκτωσις

πάκτωσις
πάκτ-ωσις, εως, ,
A fastening, putting together, PPetr.3p.136 (iii B. C.), Poll.1.84.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πάκτωσις — fastening fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάκτωση — (I) η (Α πάκτωσις) [πακτώ] σύμπηξη, στερέωση νεοελλ. τεχνολ. τρόπος σύνδεσης μηχανικών εξαρτημάτων ή δομικών στοιχείων που δεν επιτρέπει τη μετακίνηση ή την περιστροφή τους. (II) η [πακτώνω (II)] μίσθωση αγροτικού κτήματος ή άλλου προσοδοφόρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”